Ο θυρεοειδής αδένας ή απλά θυρεοειδής είναι ένας ενδοκρινής αδένας ο οποίος
εκκρίνει στο αίμα μας τις θυρεοειδικές ορμόνες τριωδοθυρονίνη (Τ3) και θυροξίνη (Τ4), απαράιτητες για το σωστό μεταβολισμό και την λειτουργία όλων των οργάνων του ανθρώπου.
Ο θυρεοειδής μπορεί να παρουσιάσει υπολειτουργία (μειωμένη παραγωγή θυρεοειδικών ορμονών) και τότε προκύπτει η κατάσταση που ονομάζεται υποθυρεοειδισμός.
Μπορεί επίσης να παρουσιάσει υπερλειτουργία (αυξημένη παραγωγή θυρεοειδικών ορμονών) και τότε προκύπτει η κατάσταση που ονομάζεται
υπερθυρεοειδισμός.
Αυτές είναι οι δύο κύριες λειτουργικές ασθένειες του θυρεοειδούς.
Επιπλέον, μπορεί να παρουσιάσει ο θυρεοειδής αδένας και μορφολογικές διαταραχές όπως η απλή βρογχοκήλη (αύξηση του μεγέθους του θυρεοειδούς αδένα) και η πολυοζώδης βρογχοκήλη (αύξηση του μεγέθους του θυρεοειδούς με παρουσία πολλαπλών όζων).
Άλλες ασθένειες που μπορεί να παρουσιάσει ο θυρεοειδής αδένας
είναι οι θυρεοειδίτιδες π.χ. η ιογενής θυρεοειδίτιδα de Quervain ή και η θυρεοειδίτιδα του Riedel.
Τέλος, ο θυρεοειδής μπορεί να παρουσιάσει καρκίνο ο οποίος μπορεί να
είναι τουλάχιστον τριών διαφορετικών ιστολογικών τύπων.
Ο υποθυρεοειδισμός μπορεί να εμφανισθεί σε κάθε ηλικία και χαρακτηρίζεται από αδυναμία, κόπωση, ξηρότητα δέρματος, παχυσαρκία, αναιμία και άλλα συμπτώματα και σημεία ανάλογα με την βαρύτητα του υποθυρεοειδισμού.
Η διάγνωση και η θεραπεία είναι γενικά απλές και μία υποκατάσταση με θυροξίνη (Τ4) λύνει το πρόβλημα.
Ο υπερθυρεοειδισμός παρουσιάζεται γενικότερα με έντονα συμπτώματα όπως
ταχυκαρδία, λεπτό τρόμο των άκρων χειρών, υπεριδρωσία, νευρικότητα και απώλεια βάρους.
Η διάγνωση και θεραπεία είναι απλές σχετικά. Απαιτείται θεραπεία 1 – 2 χρόνων με ειδικά φάρμακα και η θεραπεία είναι αποτελεσματική αν και συχνά προκύπτουν υποτροπές μετά το τέλος της θεραπείας.
Στις περιπτώσεις αυτές απαιτείται επανέναρξη φαρμακευτικής αγωγής κι επί νέας υποτροπής πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο χρήσης ραδιενεργού ιωδίου ή χειρουργικής επέμβασης ανάλογα με την περίπτωση.
Η αναγνώριση των αιτιών που προκαλούν
υπερθυρεοειδισμό είναι πρωταρχικής σημασίας για να πραγματοποιηθεί η σωστή θεραπευτική προσέγγιση.
Γενικά, τόσο στον υποθυρεοειδισμό όσο και στον υπερθυρεοειδισμό, είναι σημαντικό να αναγνωρίζεται η αιτία που προκαλεί αυτές τις διαταραχές γιατί έτσι εφαρμόζεται η κατάλληλη αγωγή.
Επίσης, η ηλικία είναι πολύ σημαντική για την αναγνώριση και θεραπεία του υποθυρεοειδισμού καθώς υπάρχουν διαφορές στην αντιμετώπιση του νεογνικού υποθυρεοειδισμού, του εφηβικού υποθυρεοειδισμού και του υποθυρεοειδισμού των ενηλίκων ή των υπερηλίκων.
Τέλος, η αντιμετώπιση των καρκίνων του θυρεοειδούς είναι χειρουργική με την χορήγηση ραδιενεργού ιωδίου ανάλογα με τον ιστολογικό τύπο και την έκταση του.
Τελευταία, χορηγούνται επίσης
και φαρμακευτικές ουσίες μετά βεβαίως από τη χειρουργική εξαίρεση του θυρεοειδούς.
Περιπτώσεις υποθυρεοειδισμού κατά την διάρκεια της κύησης πρέπει να αντιμετωπίζονται άμεσα επειδή ο κίνδυνος της αποβολής κατά το πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης είναι αυξημένος ακόμα και στις περιπτώσεις ήπιου υποθυρεοειδισμού (υποκλινικός υποθυρεοειδισμός) ή ακόμα και στις περιπτώσεις που τα επίπεδα της
θυρεοειδοτρόπου ορμόνης (TSH) της υπόφυσης στο αίμα είναι μεγαλύτερα από 2,5 mU/L.
Ειδική αναφορά πρέπει να γίνει στις γυναίκες που μόλις έχουν γεννήσει και μπορεί να παρουσιάσουν θυρεοειδίτιδες μετά τον τοκετό και των οποίων τα συμπτώματα μπορεί λανθασμένα να εκληφθούν ως συμπτώματα επιλόχειας κατάθλιψης.
Οι γυναίκες αυτές ενδέχεται να παρουσιάζουν συμπτώματα υπο- ή υπερθυρεοειδισμού εώς κι ένα
έτος μετά τον τοκετό.