ΟΣΤΕΟΠΟΡΩΣΗ
Μετά την ενηλικίωση του ανθρώπου τα οστά του έχουν πλήρως σχηματιστεί και αποτελούνται από την οστίτη ιστό. Τούτος είναι ένας δυναμικός ιστός που διατηρεί την ικανότητα του να αναγεννιέται και μετά το πέρας της οριστικής του διαμόρφωσης. Με άλλα λόγια το οστό δεν είναι ποτέ το ίδιο κατά τη διάρκεια της ενήλικης ζωής μας. Τα σημεία που έχουν φθαρεί και δεν έχουν πλέον την απαιτούμενη μηχανική αντοχή, καταστρέφονται και αναγεννιόνται με αποτέλεσμα το οστό στο σύνολό του να διατηρεί τη φυσική του μηχανική αντοχή.
Τα οστά μας διακρίνονται σε πλατέα (κρανίου, λεκάνης) και σε μακρά (βραχιόνια, μηριαία). Κάθε είδος έχει τη δική του μικροαρχιτεκτονική δομή. Κυρίως αποτελούνται από το συμπαγές οστούν, π.χ. το μεσαίο τμήμα του μηριαίου οστού και το δοκιδώδες οστούν, π.χ. σπόνδυλοι και οστά του κρανίου.
Τα οστά είναι ζωντανοί ιστοί και διατρέχονται από πυκνό αγγειακό δίκτυο το οποίο τα τρέφει και τα αναπλάθει. Τα οστά αποτελούνται από κύτταρα κι από μια οργανική ουσία η οποία επιμεταλλώνεται κι έτσι αποκτούν την σκληρότητα τους. Τα κύτταρα των οστών ονομάζονται οστεοβλάστες, οι οποίοι όταν ωριμάζουν λέγονται οστεοκύτταρα και οστεοκλάστες.
Τα οστεοκύτταρα ζουν πολλά χρόνια και θεωρούνται οι μηχανοστάτες του οστού (αντιλαμβάνονται την μηχανική πίεση που εξασκείται πάνω στο οστό). Οι οστεοβλάστες κι οι οστεοκλάστες ζουν λιγότερο κι είναι τα κύτταρα στο οποία βασίζεται η δια βίου αναδόμηση του οστού. Όταν σε κάποιο σημείο του οστού υπάρχει μείωση της αντοχής του, τότε σε εκείνο το σημείο ενεργοποιούνται οι οστεοκλάστες και καταστρέφουν το φθαρμένο οστό ενώ ταυτόχρονα στέλνουν χημικά μηνύματα προς τους οστεοβλάστες για να προσέλθουν στην περιοχή και να φτιάξουν το νέο οστό. Αυτή η διαδικασία συμβαίνει καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας και ονομάζεται ανακατασκευή του οστού.
Όταν η καταστροφή της φθαρμένης περιοχής του οστού είναι μεγαλύτερη και ταχύτερη από την ανακατασκευή του, τότε επέρχεται μείωση του πάχους των δοκίδων των οστών κι επομένως μείωση της οστικής πυκνότητας και αντοχής. Συνεπώς, το οστό αδυνατίζει σταδιακά κι επέρχεται οστεοπενία αρχικά και στη συνέχεια οστεοπόρωση.
Η κατάσταση της μείωσης της οστικής πυκνότητας και αντοχής είναι καλό να προλαμβάνεται στο στάδιο της οστεοπενίας πρίν αλλάξει η μικροαρχιτεκτονική, πριν φτάσει δηλαδή στο στάδιο της οστεοπόρωσης διότι έτσι αυξάνεται η οστική πυκνότητα και διατηρείται η μηχανική αντοχή του οστού. Κλασικό παράδειγμα οστεοπενίας και οστεοπόρωσης είναι αυτή που εμφανίζεται στις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση και ονομάζεται μεταεμμηνοπαυσιακή οστεοπόρωση.
Η οστεοπόρωση διακρίνεται σε πρωτοπαθή και δευτεροπαθή ανάλογα με τα αίτια στα οποία οφείλεται. Στην πρωτοπαθή οστεοπόρωση οι αιτίες είναι είτε η αυξημένη ηλικία (μετά τα 70 έτη) εμφανίζεται δε και στα δύο φύλα λόγω φυσιολογικής γήρανσης των οστών. Επίσης η εμμηνόπαυση στις γυναίκες είναι μια αιτια που μπορει να οδηγησει σε οστεοπόρωση λόγω ορμονικών αλλαγών (μείωση οιστρογόνων). Στη δευτερογενή οστεοπόρωση έχουμε αιτίες ενδέχεται να οδηγήσουν στην οστεοπόρωση όπως προϋπάρχουσες νόσοι (υπερθυρεοειδισμός, υπερπαραθυρεοειδισμός κι άλλες πιο σπάνιες νόσους) ή στην χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής με κορτικοειδή.
Η μεταεμμηνοπαυσιακή οστεοπόρωση είναι το πιο συχνό και κλασικό παράδειγμα οστεοπενίας και οστεοπόρωσης. Από τις 100 γυναίκες που θα μπουν στην εμμηνόπαυση μόνο οι 25 θα αναπτύξουν οστεοπόρωση. Ο ενδοκρινολόγος οφείλει να βρει αυτές τις 25 γυναίκες και να τις θεραπεύσει έγκαιρα ώστε να μην αποκτήσουν οστεοπόρωση. Η έγκαιρη διάγνωση γίνεται με μέτρηση της οστικής πυκνότητας με την μέθοδο DEXA αμέσως μετά την εμμηνόπαυση κι εφόσον χρειαστεί, χορηγούνται οιστρογόνα ή διφωσφονικά ανάλογα με το ιστορικό της ασθενούς και τη βαρύτητα της απώλειας του οστού. Σε προχωρημένα στάδια οστεοπόρωσης που συνοδεύονται με οστικά κατάγματα, χορηγούνται ενέσιμα σκευάσματα που είναι ισχυροί αναστολείς της οστεοκλαστικής δραστηριότητας. Επικουρικά χορηγείται ασβέστιο (Ca) και βιταμίνη D. Στις περιπτώσεις δευτεροπαθούς οστεοπόρωσης από υπερθυρεοειδισμό ή κορτικοειδή συνήθως οι ενδοκρινολόγοι διορθώνουμε το αίτιο της οστεοπόρωσης και επικουρικά χορηγούμε διφωσφονικά.
Τέλος, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι η οστεοπόρωση δεν είναι νόσος αλλά ισχυρός παράγοντας κινδύνου για κάταγμα.